- ἀγρυπνῶν
- ἀγρυπνέωlie awakepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγρύπνων — ἄγρυπνος wakeful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
бъдѣти — БЪ|ДѢТИ (119), ЖОУ ( ЖДОУ), ДИТЬ гл. 1.Бодрствовать: Аште въ грѣсѣхъ въпадъ къто състарѣѥть сѩ. ни постити сѩ можеть ни на жестоцѣ лѣгати. ни бъдѣти. (ἀγρυπνῆσαι) Изб 1076, 196 об.; и бъд˫аше по вс˫а нощи въ славословлении б҃жии. ЖФП XII, 31в;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευγρήγορος — εὐγρήγορος, ον (Α) αυτός που επαγρυπνεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γρήγορος «αγρυπνών» (< μτγν. αρχ. εγρήγορος < εγρήγορα παρακμ. τού εγείρω)] … Dictionary of Greek
εφεγρήσσων — ἐφεγρήσσων, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀγρυπνῶν» … Dictionary of Greek